συμμορφοῦμαι

συμμορφοῦμαι
συμμορφόομαι
pres ind mp 1st sg
συμμορφόομαι
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμορφώνω — συμμορφῶ, όω, ΝΑ [σύμμορφος] νεοελλ. 1. καθιστώ κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο («πρέπει να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου») 2. μτφ. κάνω κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το ξύλο δεν πρόκειται να συμμορφώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ωσμωσυμμορφούμενος — η, ο, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που μεταβάλλει την ωσμωτική συγκέντρωση τών σωματικών του υγρών ώστε να συμφωνεί με εκείνην τού μέσου στο οποίο ζει («ωσμωσυμμορφούμενα ζώα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ώσμωση + συμμορφούμενος, μτχ. παθ. ενεστ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՐՊԱՐԱՆԱԿՑԻՄ — (ցեալ.) NBH 1 1092 Chronological Sequence: 5c ձ. συμμορφοῦμαι conformor. Կերպարանակից լինել. ձեւանալ ըստ այլում. *Եթէ գայլ արաբացի, եթէ աղուէս նենգաւոր, եւ այլ երբեմն այլ ըստ ժամանակացն եւ ըստ պիտոյից կերպարանակցեալ. Առ որս. ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”